-
1 γραφή
η1) письмо, писание (действие); искусство письма;της γραφης — письменный;
μαθαίνω γραφή — учиться писать;
σφηνοειδής γραφή — клинопись;
2) почерк;γραφή ευανάγνωστος — разборчивый почерк;
δείγμα γραφής — образец почерка какого-л. лица;
3) письмо, записка;4) грамота, письменность; § η (Αγία) Γραφή священное писание -
2 αναχωρεω
1) возвращаться назад(ἐπ΄ οἴκου Thuc.; πάλιν Plat.)
2) отступать, отходить(ἄψ Hom.; εἰς τοὐπίσω Lys., Plat.)
φυγῇ ἀ. Plat. — обратиться в бегство3) уходить, удаляться(μεγάροιο μυχόνδε Hom.; ἐς τἡν ἀκρόπολιν Her.)
ἀ. ὑπό τινος Her. — быть вытесняемым кем-л.;ἀ. ἐκ τῶν πραγμάτων Polyb. — уходить от дел;πολισμάτιον ἀνακεχωρηκος ἀπὸ τῆς θαλάττης Polyb. — городок, расположенный вдали от моря;τὰ ἀνακεχωρηκέναι τῆς γραφῆς Arst. — глубина (перспектива) рисунка4) воздерживаться, отказываться(εκ τινος Plat.)
5) переходить, наследоваться(ἥ βασιληιη ἀνεχώρεε ἐς τον παῖδα Her.)
-
3 συνεφαπτομαι
ион. συνεπάπτομαι1) досл. вместе или одновременно прикасаться, перен. иметь отношение, принимать участие, приобщаться(τινος Pind.)
Ἀπελλοῦ συνεφαψαμένου τῆς γραφῆς Plut. — так как Апеллес участвовал в работе над этой картиной;συνεφάψασθαι τῆς στρατείας Luc. — принять участие в походе2) вместе нападатьσυνεπάψασθαί τινί τινος Her. — сообща с кем-л. совершить нападение на кого-л.
-
4 χωριον
τό [demin. к χώρα и χῶρος]1) место, местность(πετρῶδες Thuc.; ἱππάσιμον Xen.)
2) область, страна, край(χ. Αἰγύπτου Her.)
τὸ χ. Ἀττικόν Arph. — территория Аттики3) мат. пространство, площадь, плоскость(τετράγωνον Plat.)
4) воен. укрепленный пункт(χωρία καταλαμβάνειν Lys.)
τὸ ἐπίμαχον χ. τῆς ἀκροπόλιος Her. — удобный для штурма пункт акрополя5) земельный участок, поместье Lys., Xen., Plat.χ. ἰδιώτου Thuc. — частная усадьба;
οἱ τῶν χωρίων φραγμοί Plut. — усадебные ограды6) место ( в книге), отрывок(τὸ χ. τῆς γραφῆς Luc.)
κατὰ τόδε τὸ χ. δῆλον, ὅτι … Her. — это место ясно показывает, что …7) промежуток времени, период8) место на рынке, торговое помещение, палатка(τοῦ χωρίου μίσθωσις Dem.)
-
5 περιοχη
ἥ1) окружность, оболочка(σφαίρας Plut.)
2) сумма, совокупностьπ. τῶν ὅλων Plut. — вселенная, мир
3) масса, тело(π. πυροειδής Plut.)
4) протяжение, распространение(αἱ τῶν ἐθνῶν περιοχαί Diod.)
5) периоха, извлечение из текста, выдержка(τῆς γραφῆς NT.)
-
6 προαγων
1) подготовительная борьба, пробное состязание(ἀγῶνες καὴ προάγωνες Plat.)
2) приготовление, подготовка(προάγωνες τῆς γραφῆς Dem.)
-
7 κάτω
1. επίρρ.1) внизу; вниз; снизу; под;κατεβαίνω κάτω — спускаться вниз;
κάτω από — под;
κάτω απ' το τραπέζι — под столом;
κάτω απ' την πίεση — под давлением;
από κάτω — снизу;
από κάτω προς τα πάνω — снизу вверх;
κριτική από τα κάτω — критика снизу;
2) ниже, меньше;όχι κάτω από δέκα — не ниже десяти;
κάτω απ' το μηδέν — или κάτω του μηδενός — ниже ноля (о температуре);
3) долой!;κάτω η μοναρχία! — долой монархию!;
§ κάτω κάτω в самом низу;
στο κάτω κάτω — или στο κάτω της γραφής — в конце концов; — в конечном счёте;
πάρα κάτω — ниже, меньше;
από πάνω ως κάτω — сверху донизу;
από κάτω ως πάνω — снизу доверху;
τό ( — или ο, η) πάρα κάτω — нижеследующее (нижеследующий, нижеследующая);
κάτω κόσμος — ад, преисподняя;
πάνω κάτω — около, приблизительно;
άνω κάτω — вверх дном, вверх ногами; — беспорядочно;
βάζω κάποιον κάτω — побеждать кого-л.; — брать верх над кем-л.; — превосходить кого-л. δεν τα ρίχνω — или δεν τα βάζω κάτω — не уступать; — не сдаваться;
παίρνω την κάτω βόλτα — моё положение ухудшается;
πέφτω κάτω — заболеть, слечь в постель;
κάτω τα χέρια ( — или τάς χείρας)! — руки прочь!;
2. επίθ. άκλ. нижний;τό κάτω μέρος — нижняя часть;
τα κάτω — икра нижние конечности;
ο κάτω Βόλγας — нижнее течение Волги, низовье Волги, Нижняя Волга
-
8 κλειδί(ον)
τό1) е разы. знач ключ;βάζω κλειδί(ον) — закрывать на ключ;
ανοίγω με το κλειδί(ον) — открывать ключом, отпирать;
δεν ταιριάζει το κλειδί(ον) — ключ не подходит;
κλειδί(ον) ρολογιού — ключ для (завода) часов;
γαλλικό κλειδί(ον) — гаечный ключ;
κλειδί(ον) του σολ муз. — ключ соль;
κλειδί(ον) της ιερογλυφικής γραφής — ключ к разгадке иероглифов;
2) ключевая позиция;3) анат. ключица; 4) ж.-д. стрелка; 5) перен. душа;αυτός είναι το κλειδί(ον) της επιχειρήσεως — он душа этого дела;
§ βρίσκω το κλειδί(ον) — находить, подбирать ключи (к чему-л.)
-
9 κλειδί(ον)
τό1) е разы. знач ключ;βάζω κλειδί(ον) — закрывать на ключ;
ανοίγω με το κλειδί(ον) — открывать ключом, отпирать;
δεν ταιριάζει το κλειδί(ον) — ключ не подходит;
κλειδί(ον) ρολογιού — ключ для (завода) часов;
γαλλικό κλειδί(ον) — гаечный ключ;
κλειδί(ον) του σολ муз. — ключ соль;
κλειδί(ον) της ιερογλυφικής γραφής — ключ к разгадке иероглифов;
2) ключевая позиция;3) анат. ключица; 4) ж.-д. стрелка; 5) перен. душа;αυτός είναι το κλειδί(ον) της επιχειρήσεως — он душа этого дела;
§ βρίσκω το κλειδί(ον) — находить, подбирать ключи (к чему-л.)
-
10 δείγμα
-
11 ερμηνεία
-
12 θεόπνευστος
θεόπνευστος, -η, -οбогодухновенный:Этим.< θεο- + πνευστος < πνέω «Бог + дуть, веять»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > θεόπνευστος
См. также в других словарях:
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
Εδέμ ή Κήπος της Εδέμ — (εβρ. Edhen). Ο επίγειος παράδεισος, κατά την Παλαιά Διαθήκη, στον οποίο ζούσαν οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα ευτυχισμένοι, χωρίς θλίψη ή πόνο. Η λέξη σημαίνει τρυφή, ευχαρίστηση, απόλαυση. Ο αντίστοιχος συριακός όρος Εδινού σημαίνει χέρσο πεδίο,… … Dictionary of Greek
ακροφωνίας, αρχή της- — Αρχή, στην οποία στηρίχτηκε η μετατροπή της ιδεογραφικής και συλλαβικής γραφής σε αλφαβητική. Βλ. λ. γραφή … Dictionary of Greek
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
γραφολογία — Τεχνική που αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιτρέπει σε άτομα, ιδιαιτέρως ικανά και πεπειραμένα, να περιγράφουν πλευρές της προσωπικότητας με βάση την ανάλυση της αυθόρμητης γραφής. Όπως το βάδισμα, η στάση του σώματος, η μιμική και όλες… … Dictionary of Greek
γραμμική γραφή — Αρχαία συλλαβογραφική γραφή που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Κρήτης. Διακρίνεται σε γ.γ. Α και σε γ.γ. Β. γ. γ. A. Η γραφή αυτή ήταν σε χρήση από τον 18o έως τον 15o αι. π.Χ. Τη χρησιμοποιούσαν για τις εμπορικές τους συναλλαγές και τη γραφή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χανίων — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Xανίων στεγάζεται στο καθολικό της ενετικής Mονής του Aγίου Φραγκίσκου, το οποίο έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις στη μακραίωνη ιστορία του. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος του Γιουσούφ Πασά … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek